- σαμψούχινος
- και, δ. γρφ., σαμψύχινος, -ίνη, -ον, Απαρασκευασμένος με σάμψουχον*.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάμψουχον / σάμψυχον + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαμψούχινον — σαμψούχινος of marjoram masc acc sg σαμψούχινος of marjoram neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμψουχίνου — σαμψούχινος of marjoram masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμψουχίνῳ — σαμψούχινος of marjoram masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)